Αυτό το έργο ήταν πολύ δημοφιλές στα αρχαία χρόνια. Δεν είναι κάποιο συμπόσιο καλοφαγάδων, αλλά μια εγκυκλοπαίδεια για φαγητά, ποτά, γεύσεις και ανέκδοτα, με τη μορφή πλατωνικού διαλόγου. Ενα μικρό δείγμα από τις πρώτες σελίδες του.
Του Πάνου Θεοδωρίδη
· Ηταν μεγάλη υπόθεση να τραπεζώνουν μεγάλα πλήθη. Ο Κόνων, μετά τη ναυμαχία της Κνίδου, τάισε ολόκληρη την Αθήνα. Ο Αλκιβιάδης, ολυμπιονίκης, παράθεσε γεύμα σε όλους τους επισκέπτες της Ολυμπίας. Ο, επίσης ολυμπιονίκης, Εμπεδοκλής ο φιλόσοφος ήταν πυθαγόρειος, δηλαδή δεν έτρωγε κρέας. Αυτός λοιπόν έβαλε και έφτιαξαν έναν ταύρο από μπαχαρικά, σμύρνα και λιβάνι και μοίρασε αναμνηστικά κομμάτια σε όλον τον κόσμο.
· Ακόμη πιο πρακτικός ο Ιων από τη Χίο, που κέρδισε πρώτο βραβείο σε τραγωδία, δεν οργάνωσε γεύμα, αλλά χάρισε σε όλους από ένα πήλινο σκεύος της πατρίδας του: «δεν παύεις να πεινάς με τα λαμπρά τραπέζια» στιχούργησε αργότερα.
· Ενας καλοφαγάς ποιητής, ο Χάρμος από τις Συρακούσες, υποδεχόταν όλα τα πιάτα με στιχάκια: έβλεπε ψάρι; «να 'μαι που άφησα/τα βάθη του Αιγαίου». Εντεράκια; «στριφογυριστά, πλήρως ανθυγιεινά!». Γδαρμένο χέλι; «αχ, τι ξεσκέπαστες μπουκίτσες!».
· Παρόμοιος ποιητής ήταν και ο Πάμφιλος, πάλι από τη Σικελία: «Βάλτε μου κρασί/ θέλω/και της περδικούλας το μπουτάκι».
· Ο πιο κολλημένος με τα φαγητά ήταν ο Αρχέστρατος, που έγραψε ολόκληρο ποιητικό έργο, την Γαστρονομία ή Ηδυπάθεια ή Δειπνολογία. Μικρό δείγμα:
Ολοι μαζί να κάθονται στο εκλεκτό τραπέζι
Μα να 'ναι τρεις ή τέσσερις και με το ζόρι πέντε:
Ηδη κοντεύουμε να μοιάσουμε
Τσαντίρι φαντάρων που ζούνε
Αρπάζοντας το καθετί.
· Ο Πλάτων, που έγραφε κωμωδίες, δίνει τις συστάσεις του: «το μεγάλο ροφό και τον καρχαρία μη τους κόβεις κομμάτια. Ψήνε τα ολόκληρα».
· Μερικοί λαίμαργοι συνήθιζαν να ασκούνται στο να πιάνουν και να καταπίνουν πολύ ζεστά φαγητά. Ο Χρύσιππος θυμάται κάποιον που ήταν όλη μέρα στα θερμά λουτρά και έκανε γαργάρες με καυτό νερό, βάζοντας στον ατμό τα χέρια του, ώστε όταν έφερναν καυτά πιάτα τα έτρωγε πρώτος! Και ο Φιλόξενος γράφει για τον εαυτό του: «εγώ είμαι κλίβανος, δεν είμαι άνθρωπος!»
· Ο Πίθυλλος έβαζε σε θήκη τη γλώσσα του, για να μη χάνει την αίσθηση της γεύσης, και έτρωγε και έπινε τα πάντα σε δαχτυλήθρες, για τον ίδιο λόγο.
· Ο Φιλόξενος κάποτε έτρωγε μαζί με τον τύραννο Διονύσιο μπαρμπούνια. Καθώς του έφεραν ένα μικρότερο και ντρεπόταν να ζητήσει το μεγαλύτερο, έβαλε το μπαρμπούνι στο αφτί του και άρχισε να του μιλάει: «μπαρμπουνάκι μου, γράφω ένα ποίημα για τη Γαλάτεια και θέλω πληροφορίες για το Νηρέα». Μετά παράστησε ότι το μπαρμπούνι του απάντησε: «μη με ρωτάς εμένα, είμαι μικρό, ρώτα το άλλο μπαρμπούνι που είναι ηλικιωμένο». Ο Διονύσιος γέλασε και του έδωσε το ψάρι. Αλλά όταν τον έπιασε στα πράσα με την ερωμένη του, τη Γαλάτεια, τον έστειλε στα λατομεία, όπου ο Φιλόξενος αποτελείωσε το ποίημα του.
· Ενας Απίκιος ήταν μανιακός με τα οστρακόδερμα. Ζούσε συνήθως στις Μιντούρνες, έναν τόπο που έβγαζε τεράστιες γαρίδες. Εμαθε ότι στις ακτές της Αφρικής υπάρχουν ακόμη μεγαλύτερες. Αρμένισε αμέσως προς τα εκεί κι όταν οι ντόπιοι του έδειξαν τις γαρίδες τους, τις βρήκε μικρές και γύρισε στις Μιντούρνες, χωρίς να πιάσει στεριά.
Ο βασιλιάς Νικομήδης ήταν σε εκστρατεία, δώδεκα μέρες δρόμο από τη θάλασσα, και πόθησε ψιλή αθερίνα. Ο μάγειράς του έκοψε γογγύλια σε λεπτά μακρόστενα κομμάτια, τα αλάτισε και τα πάστωσε, τα σοτάρισε με λάδι και πρόσθεσε κόκκους παπαρουνόσπορο. Ο βασιλιάς ενθουσιάστηκε με την αθερίνα του.
Tuesday, March 13, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment